- παράλογος
- -η, -ο, ΝΑαυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις»)2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ παραλόγους τῶν βαρβάρων ἐφόδους», Πολ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που μιλά ή συμπεριφέρεται αντίθετα με τη λογική, που εκφράζεται με παραλογισμούς2. το ουδ. ως ουσ. το παράλογο(φιλοσ.) όρος ο οποίος ενώ αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τη λογική, αποτέλεσε θεμελιώδη άξονα τού στοχασμού πολλών διανοητών τού 20ού αιώνα, όπως τών Σαρτρ, Καμύ, Μαρσέλ, Γιάσπερς και που δηλώνει ότι τίποτε δεν προσδίδει νόημα στην ύπαρξη τού κόσμου και τού ανθρώπου, άρα και στη ζωή, ότι ο κόσμος, όπως διακήρυσσε ο Νίτσε, είναι χωρίς νόημα και χωρίς αξία3. φρ. «θέατρο τού παραλόγου» — πρωτοποριακό ύφος γραφής και θεατρικής παρουσίασης που αγνοεί ή ανατρέπει για λόγους εκφραστικούς ή αισθητικούς τις καθιερωμένες αντιλήψεις για την πλοκή, τους χαρακτήρες και τη δομή τού θέματος και στο οποίο τονίζονται ιδιαίτερα το παράλογο και πλαστό τής πραγματικότητας και η μοναξιά τού ανθρώπουαρχ.1. παράδοξος, αλλόκοτος2. γραμμ. αυτός που δεν συμφωνεί με κανόνα ή με αναλογία, ανώμαλος3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράλογοςαπροσδόκητη έκβαση4. (το ουδ. ουσ.) τὸ παράλογοντο απροσδόκητο συμβάν5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράλογαοι έκτακτες μερίδες τροφής που δίνονταν στους ξένους και δεν υπολογίζονταν.επίρρ...παραλόγως ΝΑ, παράλογα Νμε παράλογο τρόπο, αντίθετα προς τη λογικήαρχ.1. εκτός υπολογισμού2. με απατηλό, δόλιο τρόπο3. γραμμ. αντίθετα με κανόνα ή αναλογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.